- ἐπάτησε
- πατέωeataor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριματίζω — κριμάτισα, κριματίστηκα, κριματισμένος, αμαρτάνω, πέφτω σε αμάρτημα: Ποιος τη γην επάτησε και δεν εκριμάτισε! (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)